Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vitàle  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [viˈtale]

1 κεφαλαιώδης
2 ζωογόνος
3 κρίσιμος
4 ζωηρός
5 βιώσιμος
6 ζωτικός
7 ζωικός
8 πρωταρχικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vitalba vitalismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

visus (ουσ αρσ )
vita (θηλ.ουσ)
vitaccia (θηλ.ουσ)
vitaiolo (ουσ αρσ )
vitalba (θηλ.ουσ)
vitale (αρσ. επίθ και ουσ)
vitalismo (ουσ αρσ )
vitalità (θηλ.ουσ)
vitaliziare (ρ. μτβ.)
vitalizio (ουσ αρσ )
vitalizio (επίθ.)
vitamina (θηλ.ουσ)
vitaminico (επίθ.)
vitaminizzare (ρ. μτβ.)
vitaminizzazione (θηλ.ουσ)
vitaminologia (θηλ.ουσ)
vitando (επίθ.)
vitato (επίθ.)
vite (θηλ.ουσ)
vitella (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---