ItalianoGreco


vitalità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [vitaliˈta]

1 βιωσιμότητα
2 ζωτικότητα
3 ρωμαλεότητα
4 σφρίγος
5 ενεργητικότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---