Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvitellìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [vitelˈlino] μοσχαράκι vitellìno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [vitelˈlino] 1 λεκιθικός 2 σχετικός με κρόκο αβγού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |