Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vitellìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [vitelˈlino]

μοσχαράκι

vitellìno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [vitelˈlino]

1 λεκιθικός
2 σχετικός με κρόκο αβγού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vitella vitello  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vitaminologia (θηλ.ουσ)
vitando (επίθ.)
vitato (επίθ.)
vite (θηλ.ουσ)
vitella (θηλ.ουσ)
vitellino (ουσ αρσ )
vitellino (επίθ.)
vitello (ουσ αρσ )
vitellone (ουσ αρσ )
viticcio (ουσ αρσ )
viticolo (επίθ.)
viticoltore (ουσ αρσ )
viticoltura (θηλ.ουσ)
vitifero (επίθ.)
vitigno (ουσ αρσ )
vitiligine (θηλ.ουσ)
vitivinicolo (επίθ.)
vitreo (ουσ αρσ )
vitreo (επίθ.)
vittima (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---