Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόviticoltùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [vitikolˈtura] 1 αμπελουργία 2 αμπελοκομία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |