Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vitìccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [viˈtitʧo]

1 ψαλίδα κλήματος
2 έλικας κλήματος
3 ελικοειδής βλαστός
4 λεπτό σπειροειδές όργανο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vitellone viticolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vitella (θηλ.ουσ)
vitellino (ουσ αρσ )
vitellino (επίθ.)
vitello (ουσ αρσ )
vitellone (ουσ αρσ )
viticcio (ουσ αρσ )
viticolo (επίθ.)
viticoltore (ουσ αρσ )
viticoltura (θηλ.ουσ)
vitifero (επίθ.)
vitigno (ουσ αρσ )
vitiligine (θηλ.ουσ)
vitivinicolo (επίθ.)
vitreo (ουσ αρσ )
vitreo (επίθ.)
vittima (θηλ.ουσ)
vittimismo (ουσ αρσ )
vittimista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vittimistico (επίθ.)
vittimizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---