Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vìtreo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvitreo]

1 υαλοειδές υγρό
2 υαλοειδές σώμα

vìtreo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈvitreo]

1 υαλοειδής
2 υαλώδης
3 γυάλινος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vitivinicolo vittima  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

viticoltura (θηλ.ουσ)
vitifero (επίθ.)
vitigno (ουσ αρσ )
vitiligine (θηλ.ουσ)
vitivinicolo (επίθ.)
vitreo (ουσ αρσ )
vitreo (επίθ.)
vittima (θηλ.ουσ)
vittimismo (ουσ αρσ )
vittimista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vittimistico (επίθ.)
vittimizzare (ρ. μτβ.)
vittimizzazione (θηλ.ουσ)
vitto (ουσ αρσ )
vittoria (θηλ.ουσ)
vittoriano (επίθ.)
Vittorio (κύρ.όν. αρσ.)
vittoriosamente (επίρ.)
vittorioso (επίθ.)
vituperabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---