Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvittimizzazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [vittimiddzatˈtsjone] 1 εξαπάτηση 2 κατατρεγμός 3 άδικη επιβολή κυρώσεων 4 ταλαιπωρία 5 διωγμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |