Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vittimizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [vittimiddzatˈtsjone]

1 εξαπάτηση
2 κατατρεγμός
3 άδικη επιβολή κυρώσεων
4 ταλαιπωρία
5 διωγμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vittimizzare vitto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vittima (θηλ.ουσ)
vittimismo (ουσ αρσ )
vittimista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vittimistico (επίθ.)
vittimizzare (ρ. μτβ.)
vittimizzazione (θηλ.ουσ)
vitto (ουσ αρσ )
vittoria (θηλ.ουσ)
vittoriano (επίθ.)
Vittorio (κύρ.όν. αρσ.)
vittoriosamente (επίρ.)
vittorioso (επίθ.)
vituperabile (επίθ.)
vituperare (ρ. μτβ.)
vituperativo (επίθ.)
vituperatore (αρσ. επίθ και ουσ)
vituperevole (επίθ.)
vituperevolmente (επίρ.)
vituperio (ουσ αρσ )
vituperoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---