vitupèrio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [vituˈpɛrjo]
1 ντροπή
2 εξύβριση
3 ατίμωση
4 περιύβριση
5 αίσχος
6 βρίσιμο
7 προσβολή
8 προπηλακισμός
9 δυσμένεια
10 προπηλάκιση
11 καταισχύνη
12 εξευτελισμός
13 βρισιά
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [vituˈpɛrjo]
1 ντροπή
2 εξύβριση
3 ατίμωση
4 περιύβριση
5 αίσχος
6 βρίσιμο
7 προσβολή
8 προπηλακισμός
9 δυσμένεια
10 προπηλάκιση
11 καταισχύνη
12 εξευτελισμός
13 βρισιά
permalink
vituperio (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android