Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vivacchiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [vivakˈkjare]

1 φυτοζωώ
2 ψωμοζώ
3 αποζώ
4 τα βολοδέρνω
5 ψευτοζώ
6 ζω φτωχικά και στερημένα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  viva vivace  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vituperevolmente (επίρ.)
vituperio (ουσ αρσ )
vituperoso (επίθ.)
viuzza (θηλ.ουσ)
viva (επιφ.)
vivacchiare (ρ.αμτβ.)
vivace (επίθ.)
vivacemente (επίρ.)
vivacità (θηλ.ουσ)
vivacizzare (ρ. μτβ.)
vivaddio (επιφ.)
vivagno (ουσ αρσ )
vivaio (ουσ αρσ )
vivaista (ουσ αρσ και θηλ.)
vivaistico (επίθ.)
vivamente (επίρ.)
vivanda (θηλ.ουσ)
vivandiera (θηλ.ουσ)
vivandiere (ουσ αρσ )
vivente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---