Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vivàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [viˈvajo]

1 ιχθυοτροφείο
2 παιδικός σταθμός
3 πτηνοτροφείο
4 βρεφοκομικός σταθμός
5 φυτώριο
6 ζωοτροφείο
7 εκτροφείο
8 βιβάρι
9 διβάρι
10 εκκολαπτήριο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vivagno vivaista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vivacemente (επίρ.)
vivacità (θηλ.ουσ)
vivacizzare (ρ. μτβ.)
vivaddio (επιφ.)
vivagno (ουσ αρσ )
vivaio (ουσ αρσ )
vivaista (ουσ αρσ και θηλ.)
vivaistico (επίθ.)
vivamente (επίρ.)
vivanda (θηλ.ουσ)
vivandiera (θηλ.ουσ)
vivandiere (ουσ αρσ )
vivente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vivere (ουσ αρσ )
vivere (ρ.αμτβ.)
viveri (ουσ αρσ πληθ.)
viverra (θηλ.ουσ)
viverricola (θηλ.ουσ)
viveur (ουσ αρσ )
vivezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---