Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvivandière
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [vivanˈdjɛre] 1 καντινιέρης στρατοπέδου 2 επισιτιστής 3 τροφοδότης στρατού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |