Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvivènte
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [viˈvɛnte] 1 έμβιος 2 ολοζώντανος 3 ολόιδιος 4 ζωντανός 5 ζωντανό πλάσμα 6 οργανικός 7 έμψυχος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |