Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vivènte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [viˈvɛnte]

1 έμβιος
2 ολοζώντανος
3 ολόιδιος
4 ζωντανός
5 ζωντανό πλάσμα
6 οργανικός
7 έμψυχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vivandiere vivere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vivaistico (επίθ.)
vivamente (επίρ.)
vivanda (θηλ.ουσ)
vivandiera (θηλ.ουσ)
vivandiere (ουσ αρσ )
vivente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vivere (ουσ αρσ )
vivere (ρ.αμτβ.)
viveri (ουσ αρσ πληθ.)
viverra (θηλ.ουσ)
viverricola (θηλ.ουσ)
viveur (ουσ αρσ )
vivezza (θηλ.ουσ)
Viviana (κύρ.όν. θηλ.)
vivibile (επίθ.)
vivido (επίθ.)
vivificare (ρ. μτβ.)
vivificativo (επίθ.)
vivificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
vivificazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---