Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vivere  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvivere]

1 τρόπος ζωής
2 ζην
3 ζωή
4 κόστος ζωής

vìvere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈvivere]

ζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vivente viveri  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


chi vivrà vedrà = το μέλλον θα δείξει || perdere la voglia di vivere = παραιτούμαι απ' τη ζωή || vivo a Torino = ζω στο Τουρίνο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vivamente (επίρ.)
vivanda (θηλ.ουσ)
vivandiera (θηλ.ουσ)
vivandiere (ουσ αρσ )
vivente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vivere (ουσ αρσ )
vivere (ρ.αμτβ.)
viveri (ουσ αρσ πληθ.)
viverra (θηλ.ουσ)
viverricola (θηλ.ουσ)
viveur (ουσ αρσ )
vivezza (θηλ.ουσ)
Viviana (κύρ.όν. θηλ.)
vivibile (επίθ.)
vivido (επίθ.)
vivificare (ρ. μτβ.)
vivificativo (επίθ.)
vivificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
vivificazione (θηλ.ουσ)
vivifico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---