Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vituperévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [vitupeˈrevole]

1 ατιμωτικός
2 άσεμνος
3 απρεπής
4 αισχρός
5 αξιοκαταφρόνητος
6 πρόστυχος
7 ποταπός
8 καταφρονητέος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vituperatore vituperevolmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vittorioso (επίθ.)
vituperabile (επίθ.)
vituperare (ρ. μτβ.)
vituperativo (επίθ.)
vituperatore (αρσ. επίθ και ουσ)
vituperevole (επίθ.)
vituperevolmente (επίρ.)
vituperio (ουσ αρσ )
vituperoso (επίθ.)
viuzza (θηλ.ουσ)
viva (επιφ.)
vivacchiare (ρ.αμτβ.)
vivace (επίθ.)
vivacemente (επίρ.)
vivacità (θηλ.ουσ)
vivacizzare (ρ. μτβ.)
vivaddio (επιφ.)
vivagno (ουσ αρσ )
vivaio (ουσ αρσ )
vivaista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---