Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vituperatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [vituperaˈtore]

1 προσβλητικός
2 υβριστικός
3 υβρίζων
4 δυσφημιστής
5 λασπολόγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vituperativo vituperevole  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vittoriosamente (επίρ.)
vittorioso (επίθ.)
vituperabile (επίθ.)
vituperare (ρ. μτβ.)
vituperativo (επίθ.)
vituperatore (αρσ. επίθ και ουσ)
vituperevole (επίθ.)
vituperevolmente (επίρ.)
vituperio (ουσ αρσ )
vituperoso (επίθ.)
viuzza (θηλ.ουσ)
viva (επιφ.)
vivacchiare (ρ.αμτβ.)
vivace (επίθ.)
vivacemente (επίρ.)
vivacità (θηλ.ουσ)
vivacizzare (ρ. μτβ.)
vivaddio (επιφ.)
vivagno (ουσ αρσ )
vivaio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---