Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vittoriosaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [vittorjosaˈmente]

νικηφόρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Vittorio vittorioso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vittimizzazione (θηλ.ουσ)
vitto (ουσ αρσ )
vittoria (θηλ.ουσ)
vittoriano (επίθ.)
Vittorio (κύρ.όν. αρσ.)
vittoriosamente (επίρ.)
vittorioso (επίθ.)
vituperabile (επίθ.)
vituperare (ρ. μτβ.)
vituperativo (επίθ.)
vituperatore (αρσ. επίθ και ουσ)
vituperevole (επίθ.)
vituperevolmente (επίρ.)
vituperio (ουσ αρσ )
vituperoso (επίθ.)
viuzza (θηλ.ουσ)
viva (επιφ.)
vivacchiare (ρ.αμτβ.)
vivace (επίθ.)
vivacemente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---