ItalianoGreco


vittimìsta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [vittiˈmista]

1 υποφέρων από μανία καταδίωξης
2 έχων οίκτο για εαυτό του


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---