Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vittimìsta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [vittiˈmista]

1 υποφέρων από μανία καταδίωξης
2 έχων οίκτο για εαυτό του


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vittimismo vittimistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vitivinicolo (επίθ.)
vitreo (ουσ αρσ )
vitreo (επίθ.)
vittima (θηλ.ουσ)
vittimismo (ουσ αρσ )
vittimista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vittimistico (επίθ.)
vittimizzare (ρ. μτβ.)
vittimizzazione (θηλ.ουσ)
vitto (ουσ αρσ )
vittoria (θηλ.ουσ)
vittoriano (επίθ.)
Vittorio (κύρ.όν. αρσ.)
vittoriosamente (επίρ.)
vittorioso (επίθ.)
vituperabile (επίθ.)
vituperare (ρ. μτβ.)
vituperativo (επίθ.)
vituperatore (αρσ. επίθ και ουσ)
vituperevole (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---