Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vitamìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [vitaˈmina]

η βιταμίνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vitalizio vitaminico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vitalismo (ουσ αρσ )
vitalità (θηλ.ουσ)
vitaliziare (ρ. μτβ.)
vitalizio (ουσ αρσ )
vitalizio (επίθ.)
vitamina (θηλ.ουσ)
vitaminico (επίθ.)
vitaminizzare (ρ. μτβ.)
vitaminizzazione (θηλ.ουσ)
vitaminologia (θηλ.ουσ)
vitando (επίθ.)
vitato (επίθ.)
vite (θηλ.ουσ)
vitella (θηλ.ουσ)
vitellino (ουσ αρσ )
vitellino (επίθ.)
vitello (ουσ αρσ )
vitellone (ουσ αρσ )
viticcio (ουσ αρσ )
viticolo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---