Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvisualizzatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [vizwaliddzaˈtore] 1 σχηματίζων σαφή εικόνα 2 μόνιτορ 3 οθόνη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |