Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vìsta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvista]

1 (veduta) η θέα
2 (facoltà) η όραση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vissuto vistare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a prima vista = με την πρώτη ματιά || punto [αρσ.] di vista = η άποψη


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

visone (ουσ αρσ )
visore (ουσ αρσ )
vispezza (θηλ.ουσ)
vispo (επίθ.)
vissuto (αρσ. επίθ και ουσ)
vista (θηλ.ουσ)
vistare (ρ. μτβ.)
visto (ουσ αρσ )
visto (επίθ.)
visto che (σύνδ.)
Vistola (κύρ.όν. θηλ.)
vistosamente (επίρ.)
vistosità (θηλ.ουσ)
vistoso (επίθ.)
visuale (θηλ.ουσ)
visuale (επίθ.)
visualizzare (ρ. μτβ.)
visualizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
visualizzazione (θηλ.ουσ)
visus (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---