Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvìsta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈvista] 1 (veduta) η θέα 2 (facoltà) η όραση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαa prima vista = με την πρώτη ματιά || punto [αρσ.] di vista = η άποψη Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |