Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vistàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [visˈtare]

1 εγκρίνω
2 επιδοκιμάζω
3 θεωρώ διαβατήριο
4 θεωρώ
5 επικυρώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vista visto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

visore (ουσ αρσ )
vispezza (θηλ.ουσ)
vispo (επίθ.)
vissuto (αρσ. επίθ και ουσ)
vista (θηλ.ουσ)
vistare (ρ. μτβ.)
visto (ουσ αρσ )
visto (επίθ.)
visto che (σύνδ.)
Vistola (κύρ.όν. θηλ.)
vistosamente (επίρ.)
vistosità (θηλ.ουσ)
vistoso (επίθ.)
visuale (θηλ.ουσ)
visuale (επίθ.)
visualizzare (ρ. μτβ.)
visualizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
visualizzazione (θηλ.ουσ)
visus (ουσ αρσ )
vita (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---