ItalianoGreco


vissùto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [visˈsuto]

1 έμπειρος
2 εμπειρικός
3 προερχόμενος από εμπειρία
4 βιωματικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---