Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vìso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvizo]

η όψη, η φάτσα, το πρόσωπο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  visnuita visone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

visitazione (θηλ.ουσ)
visivo (επίθ.)
Visnù (κύρ.όν. αρσ.)
visnuismo (ουσ αρσ )
visnuita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
viso (ουσ αρσ )
visone (ουσ αρσ )
visore (ουσ αρσ )
vispezza (θηλ.ουσ)
vispo (επίθ.)
vissuto (αρσ. επίθ και ουσ)
vista (θηλ.ουσ)
vistare (ρ. μτβ.)
visto (ουσ αρσ )
visto (επίθ.)
visto che (σύνδ.)
Vistola (κύρ.όν. θηλ.)
vistosamente (επίρ.)
vistosità (θηλ.ουσ)
vistoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---