Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

viràle (επίθ.) viròsi (θηλ.ουσ)
viràre (ρ. μτβ. και αμετβ.) virtù (θηλ.ουσ)
viràta (θηλ.ουσ) virtuàle (επίθ.)
viremìa (θηλ.ουσ) virtualità (θηλ.ουσ)
virènte (επίθ.) virtuosaménte (επίρ.)
virgiliàno (αρσ. επίθ και ουσ) virtuosìsmo (ουσ αρσ )
Virgìlio (κύρ.όν. αρσ.) virtuosìstico (επίθ.)
virgìnia (ουσ αρσ ) virtuosità (θηλ.ουσ)
virgìnia (θηλ.ουσ) virtuóso (ουσ αρσ )
vìrgola (θηλ.ουσ) virtuóso (επίθ.)
virgolàre (ρ. μτβ.) virulènto (επίθ.)
virgolettàre (ρ. μτβ.) virulènza (θηλ.ουσ)
virgolétte (θηλ. ουσ πληθ.) vìrus (ουσ αρσ )
virgùlto (ουσ αρσ ) visagìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
virìle (επίθ.) vis–à–vis (επίρ.)
virilìsmo (ουσ αρσ ) visbreaking (ουσ αρσ )
virilità (θηλ.ουσ) visceràle (επίθ.)
virilizzàre (ρ. μτβ.) vìscere (ουσ αρσ και θηλ.)
virilizzarsi (ρ.μ. (αντων.)) vìschio (ουσ αρσ )
virilizzazióne (θηλ.ουσ) vischiosità (θηλ.ουσ)
virilménte (επίρ.) vischióso (επίθ.)
virogènesi (θηλ.ουσ) viscidità (θηλ.ουσ)
virologìa (θηλ.ουσ) vìscido (επίθ.)
virològico (επίθ.) viscidùme (ουσ αρσ )
viròlogo (ουσ αρσ ) vìsciola (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: