ItalianoGreco


virulènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [viruˈlɛntsa]

1 μολυσματικότητα
2 τοξικότητα
3 κακοήθεια (αρρώστιας)
4 δριμύτητα
5 δηκτικότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---