Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


virulènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [viruˈlɛntsa]

1 μολυσματικότητα
2 τοξικότητα
3 κακοήθεια (αρρώστιας)
4 δριμύτητα
5 δηκτικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  virulento virus  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

virtuosistico (επίθ.)
virtuosità (θηλ.ουσ)
virtuoso (ουσ αρσ )
virtuoso (επίθ.)
virulento (επίθ.)
virulenza (θηλ.ουσ)
virus (ουσ αρσ )
visagista (ουσ αρσ και θηλ.)
vis–à–vis (επίρ.)
visbreaking (ουσ αρσ )
viscerale (επίθ.)
viscere (ουσ αρσ και θηλ.)
vischio (ουσ αρσ )
vischiosità (θηλ.ουσ)
vischioso (επίθ.)
viscidità (θηλ.ουσ)
viscido (επίθ.)
viscidume (ουσ αρσ )
visciola (θηλ.ουσ)
visciolata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---