Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvirtuóso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [virˈtwoso], [virˈtwozo] 1 δεξιοτέχνης 2 αριστοτέχνης 3 ενάρετος άνθρωπος 4 βιρτουόζος virtuóso επίθετο Προσφορά I.P.A.: [virˈtwoso], [virˈtwozo] 1 φιλότεχνος 2 χρηστός 3 αγνός 4 ηθικός 5 ενάρετος 6 σοφός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |