Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


virtuosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [virtwosiˈta]

1 τέλεια γνώση
2 δεξιοτεχνία
3 επιδεξιότητα
4 μαεστρία
5 χρηστότητα
6 ηθικότητα
7 αρετή
8 μαστοριά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  virtuosistico virtuoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

virtuale (επίθ.)
virtualità (θηλ.ουσ)
virtuosamente (επίρ.)
virtuosismo (ουσ αρσ )
virtuosistico (επίθ.)
virtuosità (θηλ.ουσ)
virtuoso (ουσ αρσ )
virtuoso (επίθ.)
virulento (επίθ.)
virulenza (θηλ.ουσ)
virus (ουσ αρσ )
visagista (ουσ αρσ και θηλ.)
vis–à–vis (επίρ.)
visbreaking (ουσ αρσ )
viscerale (επίθ.)
viscere (ουσ αρσ και θηλ.)
vischio (ουσ αρσ )
vischiosità (θηλ.ουσ)
vischioso (επίθ.)
viscidità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---