Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvisbreaking
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [vizˈbrɛking] 1 άνθρωπος αντικριστός 2 συνάντηση πρόσωπο με πρόσωπο 3 άνθρωπος απεναντινός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |