Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vìsciolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈviʃʃolo]

αγριοβυσσινιά Prunus cerasus


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  visciolata visconte  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

viscidità (θηλ.ουσ)
viscido (επίθ.)
viscidume (ουσ αρσ )
visciola (θηλ.ουσ)
visciolata (θηλ.ουσ)
visciolo (ουσ αρσ )
visconte (ουσ αρσ )
viscontea (θηλ.ουσ)
viscontessa (θηλ.ουσ)
viscosa (θηλ.ουσ)
viscosimetro (ουσ αρσ )
viscosità (θηλ.ουσ)
viscoso (επίθ.)
visetto (ουσ αρσ )
visibile (ουσ αρσ )
visibile (επίθ.)
visibilio (ουσ αρσ )
visibilità (θηλ.ουσ)
visibilmente (επίρ.)
visiera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---