ItalianoGreco


visìbile  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [viˈzibile]

το ορατό

visìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [viˈzibile]

1 ορατός
2 διαθέσιμος
3 εμφανής
4 φανερός
5 καταφανής
6 οφθαλμοφανής
7 θεατός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---