Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


visièra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [viˈzjɛra]

το γείσο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  visibilmente visigotico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

visibile (ουσ αρσ )
visibile (επίθ.)
visibilio (ουσ αρσ )
visibilità (θηλ.ουσ)
visibilmente (επίρ.)
visiera (θηλ.ουσ)
visigotico (επίθ.)
visigoto (ουσ αρσ )
visigoto (επίθ.)
visionare (ρ. μτβ.)
visionario (ουσ αρσ )
visionario (επίθ.)
visione (θηλ.ουσ)
visir (ουσ αρσ )
visita (θηλ.ουσ)
visitare (ρ. μτβ.)
visitatore (ουσ αρσ )
visitatrice (θηλ.ουσ)
visitazione (θηλ.ουσ)
visivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---