Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vìscere  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈviʃʃere]

1 μήτρα
2 σπλάχνο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  viscerale vischio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

virus (ουσ αρσ )
visagista (ουσ αρσ και θηλ.)
vis–à–vis (επίρ.)
visbreaking (ουσ αρσ )
viscerale (επίθ.)
viscere (ουσ αρσ και θηλ.)
vischio (ουσ αρσ )
vischiosità (θηλ.ουσ)
vischioso (επίθ.)
viscidità (θηλ.ουσ)
viscido (επίθ.)
viscidume (ουσ αρσ )
visciola (θηλ.ουσ)
visciolata (θηλ.ουσ)
visciolo (ουσ αρσ )
visconte (ουσ αρσ )
viscontea (θηλ.ουσ)
viscontessa (θηλ.ουσ)
viscosa (θηλ.ουσ)
viscosimetro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---