Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vìrgola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvirgola]

το κόμμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  virginia virgolare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


punto [αρσ.] e virgola = η άνω τελεία


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

virente (επίθ.)
virgiliano (αρσ. επίθ και ουσ)
Virgilio (κύρ.όν. αρσ.)
virginia (ουσ αρσ )
virginia (θηλ.ουσ)
virgola (θηλ.ουσ)
virgolare (ρ. μτβ.)
virgolettare (ρ. μτβ.)
virgolette (θηλ. ουσ πληθ.)
virgulto (ουσ αρσ )
virile (επίθ.)
virilismo (ουσ αρσ )
virilità (θηλ.ουσ)
virilizzare (ρ. μτβ.)
virilizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
virilizzazione (θηλ.ουσ)
virilmente (επίρ.)
virogenesi (θηλ.ουσ)
virologia (θηλ.ουσ)
virologico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---