Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvìrgola
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈvirgola] το κόμμα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpunto [αρσ.] e virgola = η άνω τελεία Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |