Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


virilìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [viriˈlizmo]

1 πρώιμα αναπτυγμένος ανδρισμός
2 αντρικά στοιχεία σε γυναίκα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  virile virilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

virgolare (ρ. μτβ.)
virgolettare (ρ. μτβ.)
virgolette (θηλ. ουσ πληθ.)
virgulto (ουσ αρσ )
virile (επίθ.)
virilismo (ουσ αρσ )
virilità (θηλ.ουσ)
virilizzare (ρ. μτβ.)
virilizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
virilizzazione (θηλ.ουσ)
virilmente (επίρ.)
virogenesi (θηλ.ουσ)
virologia (θηλ.ουσ)
virologico (επίθ.)
virologo (ουσ αρσ )
virosi (θηλ.ουσ)
virtù (θηλ.ουσ)
virtuale (επίθ.)
virtualità (θηλ.ουσ)
virtuosamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---