Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvirilìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [viriˈlizmo] 1 πρώιμα αναπτυγμένος ανδρισμός 2 αντρικά στοιχεία σε γυναίκα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |