Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvirilizzàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [virilidˈdzare] δίνω δευτερεύοντα αντρικά χαρακτηριστικά virilizzarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [virilidˈdzarsi] αποκτώ δευτερεύοντα ανδρικά χαρακτηριστικά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |