ItalianoGreco


virilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [viriliˈta]

1 ανδρικότητα
2 ικανότητα (σεξουαλική)
3 αντρική ηλικία
4 σεξουαλική ικανότητα άντρα
5 ενηλικιότητα
6 ανδροπρέπεια
7 αρρενοπρέπεια
8 ανδρισμός
9 αρρενωπότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---