Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


virogènesi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,viroˈʤɛnezi]

πολλαπλασιασμός ιών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  virilmente virologia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

virilità (θηλ.ουσ)
virilizzare (ρ. μτβ.)
virilizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
virilizzazione (θηλ.ουσ)
virilmente (επίρ.)
virogenesi (θηλ.ουσ)
virologia (θηλ.ουσ)
virologico (επίθ.)
virologo (ουσ αρσ )
virosi (θηλ.ουσ)
virtù (θηλ.ουσ)
virtuale (επίθ.)
virtualità (θηλ.ουσ)
virtuosamente (επίρ.)
virtuosismo (ουσ αρσ )
virtuosistico (επίθ.)
virtuosità (θηλ.ουσ)
virtuoso (ουσ αρσ )
virtuoso (επίθ.)
virulento (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---