Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


virilizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [viriliddzatˈtsjone]

ανάπτυξη δευτερευόντων αντρικών χαρακτηριστικών σε γυναίκα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  virilizzarsi virilmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

virile (επίθ.)
virilismo (ουσ αρσ )
virilità (θηλ.ουσ)
virilizzare (ρ. μτβ.)
virilizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
virilizzazione (θηλ.ουσ)
virilmente (επίρ.)
virogenesi (θηλ.ουσ)
virologia (θηλ.ουσ)
virologico (επίθ.)
virologo (ουσ αρσ )
virosi (θηλ.ουσ)
virtù (θηλ.ουσ)
virtuale (επίθ.)
virtualità (θηλ.ουσ)
virtuosamente (επίρ.)
virtuosismo (ουσ αρσ )
virtuosistico (επίθ.)
virtuosità (θηλ.ουσ)
virtuoso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---