Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vétrice (ουσ αρσ και θηλ.) vettovagliàre (ρ. μτβ.)
vetrificàbile (επίθ.) vettùra (θηλ.ουσ)
vetrificànte (αρσ. επίθ και ουσ) vetturétta (θηλ.ουσ)
vetrificàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) vetturìno (ουσ αρσ )
vetrificarsi (ρ.μ. (αντων.)) vetustà (θηλ.ουσ)
vetrificazióne (θηλ.ουσ) vetùsto (επίθ.)
vetrìna (θηλ.ουσ) vezzeggiaménto (ουσ αρσ )
vetrinìsta (ουσ αρσ ) vezzeggiatìvo (αρσ. επίθ και ουσ)
vetrinìstica (θηλ.ουσ) vézzo (ουσ αρσ )
vetrìno (ουσ αρσ ) vezzosa (θηλ.ουσ)
vetrioleggiàre (ρ. μτβ.) vezzosaménte (επίρ.)
vetriòlo (ουσ αρσ ) vezzosità (θηλ.ουσ)
vétro (ουσ αρσ ) vezzóso (αρσ. επίθ και ουσ)
vetroceménto (ουσ αρσ ) vi (αντων.)
vetrocromìa (θηλ.ουσ) vìa (ουσ αρσ )
vetrofanìa (θηλ.ουσ) vìa (θηλ.ουσ)
vetroflèx (ουσ αρσ ) vìa (επίρ.)
vetrorèsina, vetrorésina (θηλ.ουσ) vìa (επιφ.)
vetróso (επίθ.) viàbile (επίθ.)
vétta (θηλ.ουσ) viabilìsta (επίθ.)
vettóre (ουσ αρσ ) viabilìstico (επίθ.)
vettóre (επίθ.) viabilità (θηλ.ουσ)
vettoriàle (επίθ.) viadótto (ουσ αρσ )
vettovàglia (θηλ.ουσ) viaggiànte, viaggiànte (επίθ.)
vettovagliaménto (ουσ αρσ ) viaggiàre, viaggiàre (ρ.αμτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: