Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


viabilìstico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [viabiˈlistiko]

1 οδικός
2 τροχαίος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  viabilista viabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

via (θηλ.ουσ)
via (επίρ.)
via (επιφ.)
viabile (επίθ.)
viabilista (επίθ.)
viabilistico (επίθ.)
viabilità (θηλ.ουσ)
viadotto (ουσ αρσ )
viaggiante (επίθ.)
viaggiare (ρ.αμτβ.)
viaggiatore (ουσ αρσ )
viaggio (ουσ αρσ )
viale (ουσ αρσ )
vialetto (ουσ αρσ )
viario (επίθ.)
viatico (ουσ αρσ )
viatore (ουσ αρσ )
viavai (ουσ αρσ )
vibrafonista (ουσ αρσ και θηλ.)
vibrafono (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---