Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόviaggiatóre, viaggiatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [vjadʤaˈtore], [viadʤaˈtore] ο ταξιδιώτης, η ταξιδιώτισσα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcommesso [αρσ.] viaggiatore = ο πλασιέ Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |