Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


viaggiatóre, viaggiatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [vjadʤaˈtore], [viadʤaˈtore]

ο ταξιδιώτης, η ταξιδιώτισσα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  viaggiare viaggio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


commesso [αρσ.] viaggiatore = ο πλασιέ


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

viabilistico (επίθ.)
viabilità (θηλ.ουσ)
viadotto (ουσ αρσ )
viaggiante (επίθ.)
viaggiare (ρ.αμτβ.)
viaggiatore (ουσ αρσ )
viaggio (ουσ αρσ )
viale (ουσ αρσ )
vialetto (ουσ αρσ )
viario (επίθ.)
viatico (ουσ αρσ )
viatore (ουσ αρσ )
viavai (ουσ αρσ )
vibrafonista (ουσ αρσ και θηλ.)
vibrafono (ουσ αρσ )
vibrante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vibrare (ρ.αμτβ.)
vibrare (ρ. μτβ.)
vibratezza (θηλ.ουσ)
vibratile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---