Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vibrànte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [viˈbrante]

1 παλλόμενος
2 τρεμουλιαστός
3 δονούμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vibrafono vibrare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

viatico (ουσ αρσ )
viatore (ουσ αρσ )
viavai (ουσ αρσ )
vibrafonista (ουσ αρσ και θηλ.)
vibrafono (ουσ αρσ )
vibrante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vibrare (ρ.αμτβ.)
vibrare (ρ. μτβ.)
vibratezza (θηλ.ουσ)
vibratile (επίθ.)
vibrato (ουσ αρσ )
vibrato (επίθ.)
vibratore (ουσ αρσ )
vibratorio (επίθ.)
vibrazione (θηλ.ουσ)
vibrione (ουσ αρσ )
vibrissa (θηλ.ουσ)
vibrografo (ουσ αρσ )
vibromassaggiatore (ουσ αρσ )
vibrotrasportatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---