Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvibràto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [viˈbrato] βιμπράτο (με διακυμάνσεις ήχου) vibràto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [viˈbrato] 1 βίαιος 2 δυνατός 3 ισχυρός 4 ενεργητικός 5 ζωηρός 6 σφριγηλός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |