Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vibrovàglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,vibroˈvaʎʎo]

δονούμενο κόσκινο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vibrotrasportatore viburno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vibrione (ουσ αρσ )
vibrissa (θηλ.ουσ)
vibrografo (ουσ αρσ )
vibromassaggiatore (ουσ αρσ )
vibrotrasportatore (ουσ αρσ )
vibrovaglio (ουσ αρσ )
viburno (ουσ αρσ )
vicaria (θηλ.ουσ)
vicariale (επίθ.)
vicariante (επίθ.)
vicariato (ουσ αρσ )
vicario (ουσ αρσ )
vicario (επίθ.)
vice (ουσ αρσ )
viceammiraglio (ουσ αρσ )
vicebibliotecario (ουσ αρσ )
vicebrigadiere (ουσ αρσ )
vicecancelliere (ουσ αρσ )
vicecapo (ουσ αρσ )
vicecommissario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---