Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvicàrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [viˈkarjo] βικάριος vicàrio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [viˈkarjo] 1 δοτός 2 υποκατάστατος 3 αναπληρωματικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |