Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vìce  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈviʧe]

1 αντικαταστάτης
2 αναπληρωτής
3 εντεταλμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vicario viceammiraglio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vicariale (επίθ.)
vicariante (επίθ.)
vicariato (ουσ αρσ )
vicario (ουσ αρσ )
vicario (επίθ.)
vice (ουσ αρσ )
viceammiraglio (ουσ αρσ )
vicebibliotecario (ουσ αρσ )
vicebrigadiere (ουσ αρσ )
vicecancelliere (ουσ αρσ )
vicecapo (ουσ αρσ )
vicecommissario (ουσ αρσ )
viceconsolato (ουσ αρσ )
viceconsole (ουσ αρσ )
vicedirettore (ουσ αρσ )
vicegovernatore (ουσ αρσ )
vicemadre (θηλ.ουσ)
vicenda (θηλ.ουσ)
vicendevole (επίθ.)
vicendevolezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---