Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vicecàpo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,viʧeˈkapo]

υπαρχηγός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vicecancelliere vicecommissario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vice (ουσ αρσ )
viceammiraglio (ουσ αρσ )
vicebibliotecario (ουσ αρσ )
vicebrigadiere (ουσ αρσ )
vicecancelliere (ουσ αρσ )
vicecapo (ουσ αρσ )
vicecommissario (ουσ αρσ )
viceconsolato (ουσ αρσ )
viceconsole (ουσ αρσ )
vicedirettore (ουσ αρσ )
vicegovernatore (ουσ αρσ )
vicemadre (θηλ.ουσ)
vicenda (θηλ.ουσ)
vicendevole (επίθ.)
vicendevolezza (θηλ.ουσ)
vicendevolmente (επίρ.)
vicentino (ουσ αρσ )
vicentino (επίθ.)
vicepadre (ουσ αρσ )
viceparroco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---