Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vicentìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [viʧenˈtino]

1 διάλεκτος της Βιτσέντζα
2 κάτοικος της Βιτσέντζα

vicentìno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [viʧenˈtino]

ο της Βιτσέντζα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vicendevolmente vicepadre  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vicemadre (θηλ.ουσ)
vicenda (θηλ.ουσ)
vicendevole (επίθ.)
vicendevolezza (θηλ.ουσ)
vicendevolmente (επίρ.)
vicentino (ουσ αρσ )
vicentino (επίθ.)
vicepadre (ουσ αρσ )
viceparroco (ουσ αρσ )
viceprefetto (ουσ αρσ )
vicepreside (ουσ αρσ )
vicepreside (θηλ.ουσ)
vicepresidente (ουσ αρσ και θηλ.)
vicepresidenza (θηλ.ουσ)
vicepretore (ουσ αρσ )
vicepretura (θηλ.ουσ)
vicequestore (ουσ αρσ )
viceré (ουσ αρσ )
vicereale (επίθ.)
vicereame (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---