Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvicepàrroco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,viʧeˈparroko] 1 ενοριακός βικάριος 2 βικάριος ενορίας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |