Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvicepretóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,viʧepreˈtore] 1 ειρηνοδίκης 2 βοηθός πλημμελειοδίκης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |