Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vicepretóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,viʧepreˈtore]

1 ειρηνοδίκης
2 βοηθός πλημμελειοδίκης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vicepresidenza vicepretura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

viceprefetto (ουσ αρσ )
vicepreside (ουσ αρσ )
vicepreside (θηλ.ουσ)
vicepresidente (ουσ αρσ και θηλ.)
vicepresidenza (θηλ.ουσ)
vicepretore (ουσ αρσ )
vicepretura (θηλ.ουσ)
vicequestore (ουσ αρσ )
viceré (ουσ αρσ )
vicereale (επίθ.)
vicereame (ουσ αρσ )
viceregina (θηλ.ουσ)
vicesegretario (ουσ αρσ )
vicesindaco (ουσ αρσ )
viceversa (επίρ.)
vichingo (ουσ αρσ )
vichingo (επίθ.)
vicinale (επίθ.)
viciname (ουσ αρσ )
vicinanza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---